τετραδακτυλιαιος

τετραδακτυλιαιος
    τετραδακτυλιαῖος
    τετρᾰ-δακτῠλιαῖος
    3
    размером в четыре пальца (т.е. ок. 75 мм) Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τετραδακτυλιαιος" в других словарях:

  • τετραδακτυλιαίος — αία, ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή εύρος τεσσάρων δακτύλων (α. «λιθάρια ὕψει τετραδακτυλιαῑα», Διοσκ. β. «τετραδακτυλιαῑον διάστημα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραδάκτυλος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τετραδακτυλιαίων — τετραδακτυλιαῖος four fingers long fem gen pl τετραδακτυλιαῖος four fingers long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδακτυλιαίοις — τετραδακτυλιαῖος four fingers long masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδακτυλιαίῳ — τετραδακτυλιαῖος four fingers long masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδακτυλαίος — αία, ον, Μ τετραδακτυλιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραδάκτυλος + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»